- διασυρμός
- ο (AM διασυρμός)διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμόςνεοελλ.δυσφήμηση τής τιμής, τής υπολήψεωςαρχ.σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασυρμός — disparagement masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρμός — ο διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός: Ο διασυρμός της υπόληψής του τον τσάκισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασυρμοῖς — διασυρμός disparagement masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρμοί — διασυρμός disparagement masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρμοῦ — διασυρμός disparagement masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρμούς — διασυρμός disparagement masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρμῶν — διασυρμός disparagement masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρμῷ — διασυρμός disparagement masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρμόν — διασυρμός disparagement masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эрмий — (Ермий) христианский апологет. Из заглавия его сочинения Осмеяние языческих философов (Διασυρμός τών έξω φιλοσόφων) видно, что Э. назывался философом и писал о предмете, хорошо ему известном и некогда ему близком. Сочинение это, судя по… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона